- γηριατρική
- Ιατρική ειδικότητα που μελετά τους παράγοντες του οργανισμού οι οποίοι προκαλούν τη γήρανση και προτείνει τρόπους για την επιβράδυνση της εμφάνισης του γήρατος και την αντιμετώπιση των ασθενειών κατά την τρίτη ηλικία. Ο Α. Καρέλ κατόρθωσε να αποδείξει με πειράματα ότι κύτταρα τα οποία καλλιεργούνται μέσα σε θρεπτικό υλικό που ανανεώνεται κανονικά δεν προσβάλλονται από το γήρας. Η ανακάλυψη αυτή έκανε τους ερευνητές να στραφούν προς το ισοδύναμο αυτού του θρεπτικού υλικού στον άνθρωπο, δηλαδή προς τον κολλαγόνο ιστό. Στα τέλη του 19ου αι. ο Μπράουν-Σεκάρ πίστεψε ότι κατανίκησε αποτελεσματικά τα γηρατειά με τη βοήθεια γεννητικών ορμονών, επίτευγμα που αποδείχτηκε παροδικό. Η γ. ωφελήθηκε στην εξέλιξή της από τις προόδους της γενικής ιατρικής (θεραπεία των λοιμωδών νοσημάτων, της φυματίωσης κλπ.), που αύξησαν σημαντικά τον μέσο όρο της ζωής του ανθρώπου. Τα συνηθέστερα προβλήματα υγείας των ηλικιωμένων είναι η στεφανιαία νόσος, οι καρδιακές αρρυθμίες, τα μυοσκελετικά προβλήματα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η άνοια και η κατάθλιψη.
* * *ηη νοσολογία τής γεροντικής ηλικίας.
Dictionary of Greek. 2013.